- φαρμακογενής
- -ές, Νιατρ. αυτός που οφείλεται σε ενέργεια ή παρενέργεια φαρμάκου («φαρμακογενή εξανθήματα» — εξανθήματα που προκαλούνται από την εξωτερική ή εσωτερική χρήση φαρμάκων).[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -γενής (< γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.